ορθότητα

ορθότητα
η (Α ὀρθότης, -ητος) [ορθός]
1. το να είναι κάτι ορθό, δηλ. αληθές, ακριβές, σωστό (α. «η ορθότητα τού συλλογισμού» β. «ἡ τῶν ὀνομάτων ὀρθότης», Πλάτ.)
2. ευθύτητα
αρχ.
1. η όρθια στάση
2. η χρήση τής ονομαστικής πτώσης κατά την αφήγηση
3. σταθερότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορθότητα — η το να είναι κάτι σωστό, ορθό, αληθινό, λογικό: Δεν αμφισβητώ την ορθότητα των απόψεών σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρθότητα — ὀρθότης upright posture fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιολογώ — δικαιολόγησα, δικαιολογήθηκα, δικαιολογημένος 1. επιχειρηματολογώ για το δίκαιο κάποιου, δέχομαι την ορθότητα ενέργειας: Δικαιολογώ απόλυτα την αντίδρασή του. 2. το παθ., δικαιολογούμαι υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, επιχειρηματολογώ για την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • Σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • αγκιτάτσια — Όρος που χρησιμοποιείται από τα μαρξιστικά κυρίως κόμματα. Προέρχεται από τη λατινική λέξη agitatio, που σημαίνει παρότρυνση. Η α. είναι η κινητοποίηση των μαζών με κατάλληλα συνθήματα, προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι σκοποί μιας οργάνωσης ή …   Dictionary of Greek

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • ακριβολόγος — ο, η (Α ἀκριβολόγος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί 2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα αρχ. αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”